Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2018

Tα παιδιά του Ιουλίου



Η απόφαση των Γερμανών να επεκτείνουν τη βουλγαρική ζώνη κατοχής σε όλη την κεντρική Μακεδονία ήταν η αφορμή για να γραφτεί μια χρυσή, γεμάτη ηρωισμό και αυταπάρνηση, σελίδα στην Ιστορία, που ωστόσο ποτέ δεν διδάχθηκε σε κανένα σχολείο. ΚΟΑ, ΕΑΜ, ΕΛΑΣ και ΕΠΟΝ άρχισαν τη μεγαλύτερη καμπάνια διαφώτισης που είχε γνωρίσει ποτέ η Αθήνα. Με απόφαση της Κ.Ε. του ΕΑΜ, κυκλοφόρησαν εκατοντάδες χιλιάδες προκηρύξεις, πηγές της εποχής κάνουν λόγο για 3 εκατ. τρικ που έπεσαν σε Αθήνα και Πειραιά, ενώ παράλληλα ξεκίνησε σειρά συνελεύσεων σε σχολεία και πανεπιστήμια και ορίστηκε η 22α Ιουλίου 1943, ημέρα Πέμπτη ως μέρα γενικής πολιτικής απεργίας.

Ο παράνομος Τύπος έκανε έκτακτες εκδόσεις, τα χωνιά κάθε βράδυ καλούσαν σε συναγερμό και οι τοίχοι της Αθήνας και του Πειραιά αποτέλεσαν την πιο «πολυδιαβασμένη» εφημερίδα της εποχής. Στη διαδήλωση αυτή, παράλληλα με τις οργανώσεις των εθνικοφρόνων, που έδιναν τον δικό τους «αγώνα» εναντίον του ΕΑΜ, είχαμε για πρώτη φορά την ένοπλη δράση και της Χωροφυλακής εναντίον του.

Ετσι, λοιπόν, την Τρίτη 13 Ιουλίου, με την «πολύτιμη συμπαράσταση» των κατακτητών αλλά και της Ειδικής και Γενικής Ασφάλειας εισβάλλουν στο πανεπιστήμιο, στο Πολυτεχνείο, στην Ανωτάτη Εμπορική και αλλού τραυματίζοντας σοβαρά φοιτητές. Το κλίμα τρομοκρατίας και η βέβαιη ύπαρξη θυμάτων δεν εμπόδισε την πραγματοποίηση της μαζικότερης διαδήλωσης που είχε γνωρίσει μέχρι τότε η Αθήνα.

Προπαραμονή της απεργίας, ΕΠΟΝίτες και ΕΛΑΣίτες, στις 9.00 το βράδυ, περικύκλωσαν το κοσμικό κέντρο «ΠΑΡΚ» στο Πεδίον του Αρεως, όπου ανάμεσα στους θαμώνες ήταν Γερμανοί και Ιταλοί αξιωματικοί, και από το μικρόφωνο καλούσαν τον ελληνικό λαό να πάρει μέρος στην απεργία. Ενας Γερμανός αξιωματικός προσπάθησε να αντιδράσει, αλλά ακινητοποιήθηκε από ΕΛΑΣίτες.

Το ξημέρωμα της 22ας Ιουλίου βρήκε μια Αθήνα όπου τα πάντα σχεδόν ήταν κλειστά. Οι καμπάνες χτυπούσαν από τις 5.30, ενώ τα χωνιά στις συνοικίες καλούσαν τους πάντες. Κάθε κίνηση είχε σταματήσει και το μόνο που ακουγόταν ήταν οι μπότες των περιπόλων των κατακτητών. Σε κομβικά σημεία είχαν στηθεί πολυβόλα, ενώ στη γωνία Ομήρου και Πανεπιστημίου τα τανκς, τα οποία οι Γερμανοί κατέβαζαν πρώτη φορά, καιροφυλακτούσαν. Από τις 10 το πρωί ξεκίνησαν οι προσυγκεντρώσεις. Eνα ανθρώπινο ποτάμι ανέβηκε από την Ομόνοια με πλακάτ, σημαίες, παλμό και αντάρτικα τραγούδια και στο ύψος της Θεμιστοκλέους συναντήθηκε με τις ομάδες που έρχονταν από την πλατεία Εξαρχείων και τους άλλους δρόμους με προορισμό το Σύνταγμα.

Το «στρατηγείο» της διαδήλωσης ήταν στη Λυκούργου, όπου εκεί ήταν αρχικά και οι ανάπηροι. Οι ήρωες-λεβέντες με τα καροτσάκια έτοιμοι κι εκείνοι να σταθούν μπροστά στα τανκς. Εφημερίδες της εποχής κάνουν λόγο για περισσότερους από 300.000 διαδηλωτές. Το ιταλικό ιππικό, παρόν κι αυτό, προσπαθούσε να διαλύσει τις φάλαγγες. Πολλοί οι τραυματίες, αλλά κανείς δεν υποχωρούσε. Από την Ομήρου, στα πλάγια της Τραπέζης της Ελλάδος, βγήκαν τανκς και στρατιωτικά φορτηγά με πολυβόλα, πυροβολώντας προς κάθε κατεύθυνση.

Τα πυρά έπεσαν στην κεφαλή της πορείας, που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στο σημείο. Ηταν ο 7ος τομέας της ΕΠΟΝ, τα παιδιά της ΕΠΟΝ, η Σπουδάζουσα και η οργάνωση των αναπήρων. Ενας σημαιοφόρος ΕΠΟΝίτης δέχθηκε κατάστηθα την πρώτη ριπή. Τότε, η 17χρονη φοιτήτρια της Γαλλικής Ακαδημίας, Παναγιώτα Σταθοπούλου, το πανέμορφο κορίτσι με τα πυρόξανθα μαλλιά από το Μεγάλο Χωριό της Ευρυτανίας, τρέχει, αρπάζει και σηκώνει τη σημαία από τον πεσμένο σημαιοφόρο. Μέσα σε δευτερόλεπτα, μια ριπή τη ρίχνει κάτω και το τανκ περνά από πάνω της. Το πλήθος αφηνιάζει. Τότε, η Κούλα η Λίλη, η 19χρονη φοιτήτρια, κι εκείνη, της Γαλλικής Ακαδημίας, σκαρφάλωσε στο τανκ και άρχισε με λύσσα να χτυπά με το τακούνι της τον οδηγό φονιά. Πέφτει κι εκείνη νεκρή. Στην Αμερικής η 23χρονη Ολγα Μπακόλα ανέβηκε στο τανκ προσπαθώντας να πάρει το όπλο του Γερμανού. Καταιγισμός από σφαίρες κι όμως η Ολγα άντεξε 5 μέρες. Κάπως έτσι έφυγε και η φοιτήτρια Ε. Αντωνιάδου. Πλουτάρχου και Χάριτος ένας γκεσταπίτης πυροβολεί έναν ΕΠΟΝίτη. Το παιδί, μέσα στα αίματα, λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, παίρνει μια πέτρα και τη ρίχνει στον Γερμανό.

Στη διαδήλωση εκείνη έπεσαν ηρωικά μεταξύ άλλων και οι αγωνιστές Ιωάννης Κατσαρός, ο Καισαριανιώτης Δημήτρης Δουκάκης, ο ΕΠΟΝίτης Θανάσης Τεριακής, φοιτητής του Τμήματος Μηχανολόγων Ηλεκτρολόγων του Πολυτεχνείου, ο ΕΠΟΝίτης Θώμης Χατζηθωμάς, φοιτητής του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ, ο επονίτης Θεωνάς Μαυρομματίδης, φοιτητής της Ανωτάτης Εμπορικής, ο Αλέξανδρος Δεσύπρης, ο Χρήστος Κοντός, ο Μ. Καλοζύμης και ο 27χρονος Χανιώτης ανάπηρος πολέμου Α. Παπαδοσταυράκης. Την ίδια μέρα σκοτώθηκε και ο Β. Στεφανιώτης την ώρα που ξεσήκωνε τον κόσμο για να κατέβει στη διαδήλωση.

H Πολυκλινική στην Πειραιώς, ο Ερυθρός Σταυρός στην 3ης Σεπτεμβρίου, το Οφθαλμιατρείο και άλλα νοσοκομεία της γύρω περιοχής έγιναν κέντρα πρώτων βοηθειών. Στο Οφθαλμιατρείο είδαν οι φίλοι του νεκρό τον Θώμη Χατζηθωμά, τον μορφωμένο και πολυδιαβασμένο φοιτητή του Πολυτεχνείου που μίλαγε για τον Μαρξ, το Φρόιντ, λάτρευε τη μουσική κι έπαιζε σκάκι.

Τα παιδιά του Ιουλίου δεν έμαθαν ποτέ ότι η θυσία τους δεν πήγε χαμένη. Η Μακεδονία σώθηκε. Πλέον οι οργανώσεις του ΕΑΜ αποφάσισαν να σταματήσουν οι διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας και να μεταφερθούν στις συνοικίες με την κάλυψη πλέον του ΕΛΑΣ Αθήνας. Το ίδιο βράδυ, μια παρέα ΕΠΟΝιτών πήγαν πίσω από τη Σχολή Ευελπίδων στο αλσάκι, εκεί όπου έμενε η Παναγιώτα, και έγραψαν «Οδός Παναγιώτας Σταθοπούλου».

Οι μετακατοχικές κυβερνήσεις φυσικά αφαίρεσαν την πλάκα και επανέφεραν το παλιό «ανώδυνο» όνομα του δρόμου. Επί δημαρχίας Δ. Μπέη στήθηκε ξανά μια πλάκα στο αλσάκι απέναντι από την πολυκατοικία, ενώ στον τόπο καταγωγής της, στο Μεγάλο Χωριό, με πρωτοβουλία του ανταρτοΕΠΟΝίτη Αυγέρη Αυγερόπουλου, στήθηκε μεγαλοπρεπές μνημείο. Στη γωνία Ομήρου και Πανεπιστημίου υπάρχει κι εκεί μια πλάκα, που όμως πρέπει να διαθέτεις γνώση και φαντασία για να τη δεις.

Ο διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας, πάντως, λίγες μέρες μετά, έδινε τη δική του ερμηνεία στον Νοϊμπάχερ, χαρακτηρίζοντας τη διαδήλωση ως μια διαμαρτυρία ταραξιών «με νεύρα κλονισμένα από τας μακράς στερήσεις…». Τρεις μήνες μετά, ο Νικόλαος Καίσαρης της Ειδικής Ασφάλειας και τρεις άλλοι υπαξιωματικοί της Χωροφυλακής, θα προαχθούν λόγω… της συμβολής τους στην επιχείρηση κατά της «ενόπλου διαδηλώσεως αναρχικών στοιχείων τη 22-7-1943»…

……………………………………………………………………………………………………………………..
 Κατερίνα Μπαλκούρα
* Δημοσιογράφος-ιστορικός






http://archive.efsyn.gr/?p=77812%2520%2520

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

Ο Θεός δεν ήταν εκεί...



Ο τίτλος ενός ντοκιμαντέρ που αφορούσε μια αληθινή ιστορία του Β Παγκοσμίου Πολέμου  στην Ιταλία.



Ματτίας Ντέφρεγκερ. Ένας λοχαγός του χιτλερικού στρατού, πρωταγωνιστής σε σφαγές και κάψιμο χωριών που εξελίχθηκε σε καθολικό επίσκοπο στο Μόναχο. 
Ήταν 4 Ιουνίου 1944 όταν το μέτωπο των Γερμανών στην Ιταλία κατέρρεε μετά από αγώνες πολλών μηνών. Ο λαός είχε ξεχυθεί στους δρόμους και πανηγύριζε ενώ όλα συνηγορούσαν ότι ο πόλεμος είχε φτάσει στο τέλος του. Οι γερμανικές μεραρχίες είχαν υποχωρήσει.     
                             
Η τραγωδία της Καμάρντα

  Την επόμενη μέρα οι ιταλικές δυνάμεις και συγκεκριμένα η Ιταλική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης  έδωσε διαταγή προς όλες τις μονάδες και όλα τα τμήματα να χτυπήσουν τις γερμανικές μεραρχίες όπου κι αν τις έβρισκαν με ό,τι μέσο διέθεταν προκειμένου να καθυστερήσουν την αποχώρησή τους. 7 Ιουνίου, μία μόλις μέρα μετά την απόβαση στη Νορμανδία, στο Φιλέττο της Καμάρντα, ένα μικρό χωριό στους πρόποδες του Γκράν Σάσσο που κατοικούσαν βοσκοί παίχτηκε μια τραγωδία.
Οι αντάρτες επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά. Στις μάχες που ακολούθησαν σκοτώθηκαν δυο Γερμανοί στρατιώτες και τραυματίστηκε ένας αντάρτης. Σκοπός της επίθεσης ήταν να καταστρέψουν ένα γερμανικό καμιόνι στο οποίο είχαν εγκαταστήσει οι Γερμανοί μια πλήρη μονάδα διαβιβάσεων. Ένα γερμανικό τμήμα όμως δεν έπαιρνε μέρος στις μάχες. Βρισκόταν λίγο πιο μακριά γιορτάζοντας με άφθονο κρασί τη γέννηση του παιδιού ενός απ τους στρατιώτες. Τη χαρούμενη ατμόσφαιρα δε θα μπορούσε να τη χαλάσει καμιά μάχη. Έτσι οι Γερμανοί στρατιώτες επιδόθηκαν και σε ένα αγώνα σκοποβολής για να δουν ποιος είναι ο πιο ικανός. Ένας μεθυσμένος στρατιώτης βγήκε μπροστά να ρίξει κι εκείνος. Το χέρι του όμως απ το πολύ κρασί δεν ήταν σταθερό. Ο στρατιώτης αστόχησε και η σφαίρα βρήκε στην καρδιά ένα συνάδελφό τους. Για να καλύψουν το έγκλημα αλλά και την παραβίαση καθήκοντος αφού αντί να είναι παρόντες στη μάχη ήταν παρόντες στην ταβέρνα και έπιναν αποφάσισαν να αναφέρουν στο διοικητή τους ότι τους επιτέθηκαν αντάρτες, έγινε μάχη και στη μάχη σκοτώθηκε ο γερμανός στρατιώτης.                                                                



 Ο λοχαγός Ματτίας Ντέφρεγκερ που ήταν διοικητής μονάδας της 114ης Μεραρχίας Αλπινιστών με έδρα την Καμάρντα, ετοίμασε μια μεγάλη επιχείρηση αντιποίνων. Οι Αλπινιστές μαζί με μια μονάδα της Βέρμαχτ  που έφθασε για ενίσχυση έφτασαν στο "ύψωμα της λύπης". Μπαίνοντας στο χωριό σκότωσαν έναν ηλικιωμένο και στη συνέχεια έναν απ τους προκρίτους του χωριού. Η κίνηση αυτή προκάλεσε την αντίδραση του στρατάρχη Σέφερ που ήταν διοικητής του φρουρίου της πόλης και με εντολή του εκτελέστηκε ένας απ τους υπαίτιους γερμανούς στρατιώτες. Βέβαια και αυτός ο θάνατος "χρεώθηκε" στους Ιταλούς. Η γερμανική διοίκηση έδωσε εντολή και συνελήφθησαν 36 όμηροι .Ο λοχαγός Ντέφρεγκερ  μεταβίβασε τις διαταγές του αρχηγείου.
Το χωριό λεηλατήθηκε και μετά ακολούθησε ανθρωποσφαγή. Την ώρα της σφαγής μερικοί  απ τους ομήρους  απέδρασαν. Πέντε απ αυτούς πιάστηκαν και εκτελέστηκαν επιτόπου και μετά τους έκαψαν.            
                                                                  
Ο απολογισμός ήταν τουλάχιστον 17 νεκροί και ένα πυρπολημένο χωριό.  Σύνηθες φαινόμενο και στα ελληνικά μαρτυρικά χωριά που πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος. Στην περίπτωση αυτή όμως ο πόλεμος είχε τελειώσει στην Ιταλία αλλά ο Ντέφρεγκερ έπνιγε στο αίμα πόλεις και χωριά. Μόλις ο πόλεμος τέλειωσε και για τη Γερμανία ο σφαγέας Ντέφρεγκερ έγινε ιερέας στο Μόναχο.  Για να εξιλεωθεί για τις αμαρτίες του;  



     

20 χρόνια αργότερα ο ιταλικός τύπος έκανε λόγο για τον ιερέα "μαύρο λοχαγό" που βγήκε στη γερμανική τηλεόραση και παραδέχτηκε τη σφαγή με μια κυνική δικαιολογία:"Η ανθρωποσφαγή θα γινόταν και χωρίς εμένα. Ήμουν εκεί αλλά είμαι αθώος".  Όπως άλλωστε όλοι οι σφαγείς του πολέμου. Η δικαιολογία στους περισσότερους ήταν ότι εκτελούσαν εντολές άνωθεν και οι ίδιοι είναι αθώοι. Το θέμα αυτό απασχόλησε το διεθνή τύπο, τον πάπα και έγινε και ντοκυμαντέρ  όπου τα γυρίσματα έγιναν στα μέρη που διαδραματίστηκαν τα γεγονότα. Ο τίτλος ήταν "Ο Θεός δεν ήταν εκεί"... 


Kατερίνα Μπαλκούρα